κειρια

κειρια
    κειρία
    ἥ
    1) тесьма, жгут или ремень (sc. τῆς χαμεύνης Arph.)
    

κειρίαις, ἀλλὰ μέ σανίσι, τῶν στρωμάτων ἐπιβαλλομένων Plut.(при этом для Алкивиада) постель накладывалась на (натянутые) ремни, а не на доски

    2) (погребальная) лента или пелена
    

(τεθνηκὼς δεδεμένος κειρίαις NT.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κειρια" в других словарях:

  • κειρία — κειρίᾱ , κειρία girth of a bedstead fem nom/voc/acc dual κειρίᾱ , κειρία girth of a bedstead fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κειρία — η (Α κειρία και κηρία και καιρία και κιρία) νεοελλ. ναυτ. πισσωμένη πάνινη ταινία για περιτύλιγμα σχοινιού ώστε αυτό να προφυλάσσεται από την τριβή, κν. φασίνα αρχ. 1. σχοινιά ή ιμάντες τεντωμένοι κατά μήκος και κατά πλάτος τού κρεβατιού, πάνω… …   Dictionary of Greek

  • κειρίας — κειρίᾱς , κειρία girth of a bedstead fem acc pl κειρίᾱς , κειρία girth of a bedstead fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κειρίαι — κειρία girth of a bedstead fem nom/voc pl κειρίᾱͅ , κειρία girth of a bedstead fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κειρίαν — κειρίᾱν , κειρία girth of a bedstead fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κειριῶν — κειρία girth of a bedstead fem gen pl κειριόω swathe pres part act masc voc sg (doric aeolic) κειριόω swathe pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κειριόω swathe pres part act masc nom sg κειριόω swathe pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κειρίαις — κειρία girth of a bedstead fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • POLLINCTOR vel POLLICTOR — POLLINCTOR, vel POLLICTOR qui pollincit, vel pollingit, Graece Ενταφιαςτὴς, Νεκροκόμος, Σοροπηγὸς, Νεκροφόρος, Perotto, quasi pollutor, a polluendo: Fulgentio, quasi pollutorum unctor: Turnebo, l. 28. Adversar. c. 31. quasi pellts unctor, eo quod …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κειριώ — άω (Α κειριῶ, όω) [κειρία] νεοελλ. περιτυλίγω σχοινί με κειρία* για να τό προφυλάξω από την τριβή αρχ. περιδένω, σπαργανώνω …   Dictionary of Greek

  • κερείη — κερείη, ἡ (Α) ποιητ. τ. τού κειρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κειρία] …   Dictionary of Greek

  • укрой — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. (греч. κειρία) пелены, которыми обвивалось тело… …   Словарь церковнославянского языка


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»